- κακοδαιμονως
- κακοδαιμόνωςκᾰκο-δαιμόνωςзлополучно, несчастливо
κ. διακεῖσθαι Luc. — быть несчастным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κ. διακεῖσθαι Luc. — быть несчастным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακοδαιμόνως — κακοδαίμων possessed by an evil genius adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαίμων — ον (AM κακοδαίμων, κακόδαιμον) αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής || (μσν. αρχ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ κακοδαίμων πονηρό πνεύμα, κακός δαίμονας αρχ. αυτός που κατέχεται από κακό δαίμονα, από πονηρό πνεύμα. επίρρ... κακοδαιμόνως (Α) με κακοδαίμονα… … Dictionary of Greek